κραιπνός

κραιπνός
κραιπνός, comp. κραιπνότερος: rapid, quick; fig., hasty, νόος, Il. 23.590.— Adv., κραιπνῶς, also κραιπνά, Il. 5.223.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κραιπνός — κραιπνός, ή, όν (Α) 1. ορμητικός, ταχύς, γρήγορος («ποσὶ κραιπνοῑσι πεποιθώς», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. αυτός που επέρχεται γρήγορα, οξύς («κραιπνότερος μὲν γάρ τε νόος», Ομ. Ιλ.) 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) κραιπνά ορμητικά, γρήγορα («κραιπνά...… …   Dictionary of Greek

  • κραιπνός — swift masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραιπνά — κραιπνός swift neut nom/voc/acc pl κραιπνά̱ , κραιπνός swift fem nom/voc/acc dual κραιπνά̱ , κραιπνός swift fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραιπνῶν — κραιπνός swift fem gen pl κραιπνός swift masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραιπνόν — κραιπνός swift masc acc sg κραιπνός swift neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραιπναῖσι — κραιπνός swift fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραιπναί — κραιπνός swift fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραιπνοῖο — κραιπνός swift masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραιπνοῖς — κραιπνός swift masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραιπνοῖσι — κραιπνός swift masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραιπνοῖσιν — κραιπνός swift masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”